ἐτίτλωσεν

ἐτίτλωσεν
τιτλόω
tattoo
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τιτλώ — όω, ΜΑ [τίτλος] τιτλοφορώ μσν. (νομ.) επιδικάζω κάτι στο δημόσιο ταμείο («τοὺς διαφέροντας αὐτοῑς... οἴκους ἐτίτλωσεν», Μαλάλ. Ι.) αρχ. (ιδίως σχετικά με δούλο) στιγματίζω το σώμα κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”